τιμονιάρω

τιμονιάρω
τιμονιάρω και τιμονιάζω
1. κρατώ το τιμόνι, οδηγώ: Τιμονιάρει καλά το αυτοκίνητό του.
2. διακυβερνώ, διοικώ, κουμαντάρω: Ο στρατηγός τιμονιάρει καλά τη μάχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμονιάρω — Ν [τιμονιά] τιμονεύω …   Dictionary of Greek

  • τιμονιάρισμα — το, Ν [τιμονιάρω] 1. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς το τιμόνι 2. μτφ. ο τρόπος διοίκησης, διακυβέρνησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”