- τιμονιάρω
- τιμονιάρω και τιμονιάζω1. κρατώ το τιμόνι, οδηγώ: Τιμονιάρει καλά το αυτοκίνητό του.2. διακυβερνώ, διοικώ, κουμαντάρω: Ο στρατηγός τιμονιάρει καλά τη μάχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.